συγκρούω

συγκρούω
μετ. сталкивать;

συγκρούομαι

1) — сталкиваться, вступать в конфликт, в противоречие;

συγκρούομαι με τον εχθρό — сталкиваться с врагом;

συγκρούονται τα συμφέροντα τους — их интересы сталкиваются;

2) вступать в сражение, в бой, давать бой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συγκρούω" в других словарях:

  • συγκρούω — strike together pres subj act 1st sg συγκρούω strike together pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρούω — ΝΜΑ [κρούω] 1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, κάνω δύο πράγματα να κρούονται μεταξύ τους 2. (το μέσ.) συγκρούομαι α) προσκρούω σε κάτι ή σε κάποιον που έρχεται από διαφορετική κατεύθυνση («το λεωφορείο συγκρούστηκε με αμαξοστοιχία») β) έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • συγκρούω — συγκρούομαι, συγκρούστηκα 1. έρχομαι σε σύγκρουση, συμπλέκομαι: Τα στρατεύματά μας συγκρούστηκαν με τα εχθρικά. 2. έρχομαι σε αντίθεση: Συγκρούονται τα συμφέροντά μας. 3. τρακάρω: Το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε μ ένα φορτηγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυγκρούῃ — συγκρούω strike together pres subj mp 2nd sg συγκρούω strike together pres ind mp 2nd sg συγκρούω strike together pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκρουομένων — συγκρούω strike together pres part mp fem gen pl συγκρούω strike together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουομένων — συγκρούω strike together pres part mp fem gen pl συγκρούω strike together pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουσθέντα — συγκρούω strike together aor part pass neut nom/voc/acc pl συγκρούω strike together aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουόμεθα — συγκρούω strike together pres ind mp 1st pl συγκρούω strike together imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουόμενον — συγκρούω strike together pres part mp masc acc sg συγκρούω strike together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρουόντων — συγκρούω strike together pres part act masc/neut gen pl συγκρούω strike together pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκροῦον — συγκρούω strike together pres part act masc voc sg συγκρούω strike together pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»